- νεαρός
- -ή, -ό (ΑΜ νεαρός, -ά, -όν)μικρός ως προς την ηλικία, πολύ νέοςνεοελλ.αυτός που πριν από λίγο άρχισε να υπάρχει ή αυτός που πριν από λίγο έλαβε υπόσταση («νεαρός γιατρός»)(νεοελλ.-μσν.) (το πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι Νεαρές, αἱ Νεαραία) συλλογή νόμων που εκδόθηκαν από τον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Ιουστινιανό Α' και οι οποίες περιλήφθηκαν στο κυριότερο νομοθετικό έργο τουβ) (γενικά) διατάξεις που εκδίδονταν και από άλλους αυτοκράτορες τού Βυζαντίου για να συμπληρώσουν ή να τροποποιήσουν κώδικες που ήδη υπήρχαν(μσν. -αρχ.) (για πράγματα) νωπός, φρέσκοςαρχ.1. ζωηρός, δυνατός2. (για συμβάντα) πρόσφατος3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νεαροίνεανίσκοι4. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεαρόννεανική, διάθεση, σφριγηλότητα.επίρρ...νεαρώς (Α νεαρῶς)με νεαρό τρόποαρχ.(το συγκριτ.) νεαρωτέρωςμε περισσότερο θάρρος ή με περισσότερη διάθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος* + κατάλ. -αρός (πρβλ. βλαδύς / βλαδός: βλαδ-αρός)].
Dictionary of Greek. 2013.